πολύαγρος

πολύαγρος
πολῠ-αγρος, ον,
A catching much game, AP6.184 (Zos., [comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύαγρος — ον, Α αυτός που συλλαμβάνει πολλά θηράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. εύ αγρος, πάν αγρος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαγρότερον — πολύαγρος catching much game adverbial comp πολύαγρος catching much game masc acc comp sg πολύαγρος catching much game neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυάγρου — πολύαγρος catching much game masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυαγρής — ές, Α πολύαγρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού πολύαγρος, κατά τα επίθ. σε ής] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυαγρία — ἡ, Α [πολύαγρος] η σύλληψη πολλών θηραμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”